Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαθαίνω την

  • 1 πραγματικότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) действительность, реальность;

    η αντικειμενική πραγματικότητα — объективная реальность;

    γίνομαι πραγματικότητα — становиться реальностью, осуществляться;

    αποσπώμαι απ' την πραγματικότητα — отрываться от действительности;

    στην πραγματικότητα — в действительности;

    2) правда, истина;

    μαθαίνω την πραγματικότητα — узнавать правду; — узнавать реальное положение вещей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πραγματικότητα

  • 2 φέρω

    (αόρ. έφερα и έφερον, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα и εφέρθην) μετ.
    1) носить (одежду, украшения и т. п.);

    φέρ (την) στολή (τού) αξιωματικού1 — носить офицерскую форму;

    φέρω όπλα — носить оружие;

    2) перен. носить (имя и т. п.);

    φέρει το όνομα τού πάππου του — он носит имя своего деда;

    φέρω επιγραφή — иметь надпись;

    3) приносить; привозить;
    ποιός έφερε το γράμμα; кто принёс письмо?;

    να μού φέρεις την βαλίτσα — привези мой чемодан;

    4) ввозить, импортировать;
    5) вести, приводить; направлять;

    πού φέρει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

    πού μας έφερες; куда ты нас привёл?;
    6) перен. приводить (в какое-л. состояние), доводить (до чего-л.);

    φέρ σε απόγνωση — доводить до отчаяния;

    φέρω εις πέρας — доводить до конца, завершать;

    7) приносить, давать (плодытж. перен.);

    φέρ αποτέλεσμα (κέρδος) — дать результат (выгоду);

    8) вызывать, причинять;

    φέρω αηδία — вызывать отвращение;

    φέρω πλήξη — вызывать скуку;

    φέρω βλάβη — приносить вред;

    φέρω πόνους — причинять боль;

    φέρω όρεξη — возбуждать аппетит;

    9) перен. приводить (пример и т. п.);

    φέρω αντίρρηση — приводить, выска- зывать возражения;

    10) предлагать, представлять (на рассмотрение); вносить (предложение);

    § φέρω (την) ευθύνη γιά... — нести ответственность за...;

    (τό) φέρω βαρέως — тяжело переживать (что-л.); — быть глубоко задетым, обиженным;

    τα φέρω δύσκολα — быть в нужде, в затруднении;

    φέρ στη μνήμη μου — вызывать в памяти;

    σύρ' τα φέρ' τα хождение туда-сюда, взад-вперёд;

    βγω και φέρω — водить за нос;

    την φέρω με τρόπο — начинать издалека;

    φέρ' είπείν например;

    φέρε να ιδούμε — давай посмотрим;

    ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, την μεν εμπροσθεν, την δε όπισθεν — погов, чужие недостатки видней;

    ≈ в чужом глазу соринку замечаем, а у себя не видим и бревно;

    φέρομαι

    1) — вести себя; — держать себя; — поступать, обходиться (с кем-л.);

    τρόπος τού φέρεσθαι — манера обращения, поведения;

    μαθαίνω να φέρομαι — научиться вести себя;

    φέρομαι πολύ άσχημα σε κάποιον — поступить скверно по отношению к кому-л., скверно обойтись с кем-л.;

    2) идти, двигаться, направляться;
    πού φερόμαστε; куда мы идём?; 3) απρόσ. говорят, считают, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέρω

См. также в других словарях:

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»